ψαίστωρ

ψαίστωρ
-ορος, ὁ, Α
αντικείμενο για σφούγγισμα, για καθάρισμα («ψαίστωρ σπόγγος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαισ- τού αορ. τού ψαίω* + επίθημα -τωρ* (πρβλ. γεννή-τωρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψαίστορα — ψαίστωρ one that wipes off masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαίστορ' — ψαίστορα , ψαίστωρ one that wipes off masc acc sg ψαίστορι , ψαίστωρ one that wipes off masc dat sg ψαίστορε , ψαίστωρ one that wipes off masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαίω — Α τρίβω, κοπανίζω, αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. ψαίω (από όπου τα ψαιστός, ψαίστωρ, ψαῖ[σ]μα) είναι μτγν. δευτερογενής σχηματισμός τού ενεστ. ψήω / ψῆν / ψάω «τρίβω» (πρβλ. κναίω: κνῆν: κνάω). Οι ενεστ. σχηματισμοί με δίφθογγο αι (πρβλ. πταίω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”